κενωτικά

κενωτικά
κενωτικός
tending to empty
neut nom/voc/acc pl
κενωτικά̱ , κενωτικός
tending to empty
fem nom/voc/acc dual
κενωτικά̱ , κενωτικός
tending to empty
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κενωτικός — ή, ό (Α κενωτικός, ή, όν) [κενώ] αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο καθαρτικός («κενωτικά φάρμακα) νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι κενωτικοί λουθηρανική αίρεση τού 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς κατά τη διάρκεια τής ενανθρωπήσεώς του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”